- μεταστείχω
- μεταστείχω (Α)1. έρχομαι ή μεταβαίνω για αναζήτηση κάποιου («ἥκω, μεταστείχων σε», Ευρ.)2. πηγαίνω σε άλλο μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + στείχω «βαδίζω, προχωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταστείχω — go in quest of pres subj act 1st sg μεταστείχω go in quest of pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστείχῃ — μεταστείχω go in quest of pres subj mp 2nd sg μεταστείχω go in quest of pres ind mp 2nd sg μεταστείχω go in quest of pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστείχοντα — μεταστείχω go in quest of pres part act neut nom/voc/acc pl μεταστείχω go in quest of pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέστιχον — μεταστείχω go in quest of aor ind act 3rd pl μεταστείχω go in quest of aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστείχων — μεταστείχω go in quest of pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέστιχε — μεταστείχω go in quest of aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέστιχεν — μεταστείχω go in quest of aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)